Ο εμποράκος

 
 

Σκηνοθεσία: Ασγκάρ Φαραντί

Παίζουν: Σαχάμπ Χοσεϊνί, Ταρανέχ Αλιντουστί

 

Από τους πιο συνεπείς δημιουργούς των τελευταίων χρόνων, ο Ασγκάρ Φαραντί για μια ακόμα φορά μας χαρίζει ένα δυνατό δράμα, που δε διευκολύνει τον θεατή να κρίνει ποιος από τους εμπλεκόμενους έχει δίκιο και ποιος άδικο.

 

Όπως πολλοί από τους συμπολίτες τους, ο Εμάντ και η Ράνα αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την υπό κατάρρευση κατοικία τους. Το διαμέρισμα στο οποίο μετακομίζουν προσωρινά έχει ένα αμφιλεγόμενο παρελθόν, αφού προς δυσαρέσκεια των γειτόνων ουσιαστικά λειτουργούσε σαν οίκος ανοχής. Η ζωή τους διασαλεύεται όταν ένας πρώην "πελάτης" ανεβαίνει στο διαμέρισμα και μπερδεύει την προηγούμενη ένοικο με τη Ράνα, η οποία κάτω από ασαφείς συνθήκες τραυματίζεται σοβαρά στο κεφάλι.

 

Από εκεί και πέρα η ζωή τους δεν επιστρέφει ποτέ στην κανονικότητα. Παρά τα προβλήματά τους – είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Φαραντί δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ άμεσα στην πολιτική κατάσταση του Ιράν, το πλαίσιο είναι πάντα παρόν στα έργα του – ο Εμάντ και η Ράνα ανταπεξέρχονταν στις δυσκολίες. Ο Εμάντ είναι ένας δάσκαλος πολύ αγαπητός στους μαθητές του και μαζί με τη γυναίκα του συμμετέχει σε έναν θίασο που ανεβάζει στο θέατρο τον "Θάνατο του εμποράκου" του Άρθουρ Μίλερ. Από το συμβάν και μετά η σύλληψη του δράστη τού γίνεται τόσο έμμονη ιδέα που επηρεάζει την παρουσία του σε όλους τους χώρους, από το σπίτι και τη δουλειά ως τον καλλιτεχνικό θίασο.

 

Ο Φαραντί ουσιαστικά μας παραδίδει μια σπουδή πάνω στην εμμονή και το μίσος. Όταν ένας άνθρωπος αφήνει τόσο πολύ το μίσος να τον κυριεύσει, ποτέ δεν μπορεί να το περιορίσει σε έναν μόνο άνθρωπο, το μίσος τον διέπει σε όλες του τις σχέσεις. Ο Εμάντ ξεσπάει επί δικαίων και αδίκων. Ακόμα και απέναντι στη γυναίκα του δεν είναι όσο προστατευτικός και υπομονετικός θα περίμενε κανείς σε αυτές τις δύσκολες ώρες της, σαν να είναι το μίσος για τον δράστη πιο έντονο από την αγάπη για τη γυναίκα του.

 

Μέχρι τη σύλληψη του δράστη η ταινία είναι βραδυφλεγής, πολύ αργά και επιδέξια ο Φαραντί μας μυεί στην ψυχολογία του Εμάντ, πολύ σταδιακά παρατηρούμε ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι η ισορροπία του έχει διασαλευτεί έτσι που οδηγείται σε παρορμητικές αποφάσεις. Όταν τελικά καταφέρει να βρει τον άγνωστο άντρα, το δράμα αποκτά μια απίστευτη ένταση και η δραματουργία κορυφώνεται.

 

Είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς έναν πρωταγωνιστή που ο σκηνοθέτης δεν τον θεωρεί αυτονόητα τον θετικό ήρωα του έργου. Βλέποντας την ιστορία από τη μεριά του είμαστε πάντα προδιατεθειμένοι να κατανοήσουμε τα συναισθήματά του και να πάρουμε το μέρος του. Για αυτό και έχει ιδιαίτερη αξία όταν ένας σκηνοθέτης καταφέρει να μας εισάγει πολύ σταδιακά στην πιθανότητα να μην είναι κατά ανάγκη όλα δικαιολογήσιμα στη συμπεριφορά του βασικού ήρωα. Έτσι κι αλλιώς όλοι αργά και ασυναίσθητα προσχωρούμε στο κακό - ή αλλιώς, ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.

 

Και ίσως έτσι δικαιολογείται ο ρόλος του έργου μέσα στο έργο. Η επιλογή του κλασικού έργου του Άρθουρ Μίλερ για πολλή ώρα είναι ένα μυστήριο, αφού δεν φαίνεται να σχετίζεται με κάποιο τρόπο με τα τεκταινόμενα. Και από την άλλη δύσκολα ο Φαραντί θα προσέθετε μια τέτοια άχρηστη πληροφορία, πόσο μάλλον θα τιτλοφορούσε το έργο του από αυτή.

 

Το μυστήριο λύνεται ίσως αν αναθεωρήσουμε τον προϊδεασμό μας ότι ο πρωταγωνιστής του θεατρικού είναι και πρωταγωνιστής του έργου, ότι ο εμποράκος είναι ο Εμάντ. Και υπό αυτό το πρίσμα το θεατρικό έργο συμβάλλει σε ένα μετασχόλιο πάνω στην κεντρική ιστορία, πάνω στην αδυναμία ενός κατά τα άλλα καλλιεργημένου ανθρώπου να σκεφτεί καθαρά μπροστά σε μια υπόθεση που τον επηρεάζει προσωπικά και να σταθμίσει ποιον από τους χαρακτήρες του θεατρικού μπορεί να υποδύεται στη ζωή και ποιον χαρακτήρα έχει μπροστά του.

 

Αλέξανδρος Πασπαρδάνης


 

 

Επαφή

www.artscript.gr maryvitablog@gmail.com